καράπα

καράπα
η
βοτ. γένος τροπικών δέντρων που ανήκει στην οικογένεια μελιίδες.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ξεν. λ., πρβλ. αγγλ. carapa < carapa τής γλώσσας Γκαλιμπί τών ιθαγενών τής Γαλλικής Γουιάνας].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”